γειώρας

γειώρας
γειώρας και γειώρης, ο (Α)
ο ξένος, ο περαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη εβραϊκής προελεύσεως, κατά τον Sophocles, από τον οποίο θεωρήθηκε εσφαλμένη η άποψη τών Βυζαντινών ότι η λ. είναι σύνθετη από τα γη και ώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γειώρας — γειώρᾱς , γειώρας sojourner masc acc pl γειώρᾱς , γειώρας sojourner masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γειῶραι — γειώρας sojourner masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γειώραις — γειώρας sojourner masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՊԱՆԴՈՒԽՏ — (դխտի, տաց.) NBH 2 0596 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c ա.գ. πάροιος, γειώρας, πρόσηλητος eregrinus, advena, accola. Որ հեռացեալ ʼի հայրենի երկրէն՝ յօտար աշխարհս դեգերի. վտարանդի. նժդեհ. եկ. դրսեցի, օտարական. ղարիպ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • γειώραν — γειώρᾱν , γειώρας sojourner masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”